Nikos Beloyiannis / Νίκος Μπελογιάννης

NIKOS BELOYIANNIS
(1915- 03/30/1952)

1.Yiannis Ritsos:
Nikos Beloyiannis

Beloyiannis taught us once more
how to live and how to die.
With a carnation he unlocked all of immortality.
With a smile he illuminated the world to ward off the night.
Good day companions
Good day sun
Good day Beloyianni.

Yiannis Ritsos 1952

2. NAZIM HIKMET “THE MAN WITH THE CARNATION”

I have on my table
the photograph of the man
with the white carnation–
whom they shot
in the half darkness
before the dawn,
beneath the light of the searchlights.

In his right hand
he holds a carnation
which is like a handful of light
from the Greek sea.

His eyes which are brave,
childlike,
look out, guilelessly,
beneath their heavy black eyebrows. Thus guilelessly–
like the song which rises
when they make their vow
the communists.
His teeth are bright white–
Beloyiannis laughs.
And the carnation in his hand
is like the speech he spoke to the people
on the day of bravery–
the day of shame.

(from the magazine “Soviet Woman,” April 1952)

(translation: Eva Johanos)

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
(1915-30/3/1952)

1.Γ. Ρίτσος:
Νίκος Μπελογιάννης

Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ’ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ’ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.

Γιάννης Ρίτσος 1952

2.ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ «Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ»

Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο —
που τον ντουφέκισαν
στο μισοσκόταδο
πριν απ’ την αυγή,
κάτω απ’ το φως των προβολέων.

Στο δεξί του χέρι
κρατάει ένα γαρύφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ’ την ελληνική θάλασσα.

Τα μάτια του τα τολμηρά,
τα παιδικά,
κοιτάζουν, άδολα,
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια. Έτσι άδολα —
όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους
οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα —
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς —
τη μέρα της ντροπής.

Περιοδικό “Σοβιετική Γυναίκα” Απρίλη 1952)

3.Κ ΒΑΡΝΑΛΗΣ «Στους Μπελογιάννηδες»

Χαραβγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παληκάρι,
λες κ’ είταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν’ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.
Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου,
το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα,
η προδοσιά χορέβοντας σε φτυούσε.
Με χέρι’ αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μάβρο Νόμο
σε βάλανε σημάδ’ οι πλερωμένοι
οι αρματολόγοι το χεροδεμένο,
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες,

οι τρίδουλοι το λέφτερο κ’ η λάσπη
τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!
Δεν έχεις τάφο, άλλ’ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λεφτεριάς, ολόρθον
η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μάβροι το μαβρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τα’ αηδόνια,
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.
Μην κλαίτε, μάνες μαβρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ναι, Θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αφτός αναστημένος

4ΠΟΛ ΕΛΥΑΡ
«Ο Μπελογιάννης πέθανε. Δε θυσίασε τίποτε από την τιμή μας. Ούτε από την ελπίδα που έχουμε στο Αύριο που στραφτοβολά»

Ν. ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ από την απολογία του
«Θα έλεγα ότι “δε μιλάνε για σχοινί στο σπίτι του κρεμασμένου”, γιατί ο κόσμος το ‘χει τούμπανο τι ρόλο παίζουν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα. Και εδώ μέσα αποδείχτηκε ο ρόλος τους, ακόμη και στις ανακρίσεις της Ασφάλειας. Οι κομμουνιστές δεν είναι όργανα των ξένων. Ο κομμουνισμός είναι πανανθρώπινο ιδανικό και παγκόσμιο κίνημα. Ξεκίνησε μια φούχτα τον καιρό του Μαρξ, έφτασε σήμερα τα 800 εκατομμύρια και αύριο θα απλωθεί σε όλον τον κόσμο. Μπορεί ποτέ όργανα των ξένων να δημιουργήσουν ένα τέτοιο μεγαλειώδες κίνημα; Ποιος ξένος πράκτορας δίνει με τέτοια απλοχεριά τη ζωή του, όπως τη δίνουν χιλιάδες κομμουνιστές; Οι θυσίες αυτές μόνο με τις θυσίες των πρώτων χριστιανών μπορεί να συγκριθούν. Αλλά και πάλι υπάρχει μια διαφορά, ότι ενώ οι χριστιανοί δέχονταν το μαρτύριο και το θάνατο, ελπίζοντας να κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών, οι κομμουνιστές δίνουν τη ζωή τους μην ελπίζοντας σε τίποτα. Τη δίνουν για ν’ ανατείλει στην ανθρωπότητα ένα καλύτερο, ευτυχισμένο αύριο, που αυτοί δε θα το ζήσουν. Ποιο όργανο των ξένων μπορεί να προσφέρει τη ζωή του σ’ έναν τέτοιο μεγάλο σκοπό;»…….
«Τα δικαστήριά σας είναι δικαστήρια σκοπιμότητας. Γι’ αυτό δε ζητώ την επιείκειά σας. Αντικρίζω την καταδικαστική σας απόφαση με περηφάνια και ηρεμία. Με το κεφάλι ψηλά θα σταθώ μπροστά στο εκτελεστικό σας απόσπασμα. Αλλά είμαι σίγουρος πως θα ‘ρθει η μέρα, που οι ίδιοι δικαστές που τώρα με δικάζουν, θα ζητήσουν χάρη απ’ τον ελληνικό λαό. Δεν έχω άλλο τίποτε να πω.»

Yiannis Ritsos, on learning of the execution of Nikos Beloyiannis in 1952:

“Today the military camp is silent.
Today the sun trembles, anchored in silence
as it trembles, the jacket of the one who was killed, on the barbed-wire.
Today the world is sad.
They have taken down a great church bell and set it on the earth.
In its brass the heart of peace beats.
Silence. Listen to that church bell.
Silence. The people pass, lifting on their shoulders the great coffin of Beloyianni.”

Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα.
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος.
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα.
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.

Γιάννης Ρίτσος

In his hand a carnation
lyrics: Nikos Pandis
music: Spyros Samoilis
vocals: Eleni Vitali
Στο χέρι ένα γαρούφαλο
Στίχοι: Νίκος Πανδής
Μουσική: Σπύρος Σαμοΐλης
Ελένη Βιτάλη

Θα ’ρθω στους λόγγους, στα βουνά
να ψάχνω μέρες και νυχτιές
για να σε βρω αϊτέ μου.
Μέρα τον ήλιο συντροφιά
τα βράδια δρόμος φωτεινός
αστέρια δυο, καλέ μου.

Στο χέρι ένα γαρούφαλο κομμένο ματωμένο
να στο χαρίσω δροσερό να το φοράς στο πέτο.
Ρ.
Κι όλοι θα’ χουν για να λένε το γαρούφαλο και σε
σταυραϊτέ μου αγαπημένε όμορφέ μου αϊτέ.

Πήρα τις στράτες, τα στενά
ρωτώ τα γνέφια, τις κορφές
που θα σε ιδώ, αϊτέ μου
πέταξες, μου ’παν αψηλά
και να μην ψάχνω να σε βρω
δε θα σε ιδώ ποτέ μου.

Στο χέρι ένα γαρούφαλλο γερμένο, μαραμένο
να το κοιτώ, να το ρωτώ γιατί `σαι λυπημένο.
Ρ.
κι όλοι θα ’χουν για να κλαίνε το γαρούφαλό και σε
σταυραϊτέ μου προδομένε όμορφε μου αϊτέ.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *

*

You may use these HTML tags and attributes: <a href="" title=""> <abbr title=""> <acronym title=""> <b> <blockquote cite=""> <cite> <code> <del datetime=""> <em> <i> <q cite=""> <strike> <strong>