Ώρα καλή στου απείρου την καρδία
γλάρε µου βραδινέ πού Φεύγεις πλοίο,
µετά από σένα η νύχτα, η σιγαλιά,
η κάμαρά µου, ένα Φωσάκι, ένα βιβλίο.
Πηγαίνεις σύ … Εγώ έκπεσµένο αλαργινό
αδέλφι σου νοσταλγικό εδώ μένω
ένα βιβλίο, Ένα φωσάκι και πονώ
µια καµαρούλα αδέλφι µου υψωμένο.
Κι όλο πετάς. Ώρα καλή κι έχω δουλειά
στο χώμα δώ πού βρέθηκαν οι καημοί µου,
άσπρα να κάμω τα χρυσά µου τα µαλλιά
κι ύστερα να λυγίσω το κορμί µου.
Κι από άκοντα (µην απορείς και µη ρωτάς)
σιγανά φύγω έχω δουλειά γλάρε µου πλοίο
ένα βραδάκι που λευκός συ θα πετάς
σαν να ‘σαι το ανοιγμένο µου βιβλίο …
[Ο Γιάννης Σκαρίμπας-
Αντιφατικός, οξύνους, θυμόσοφος, φιλειρινιστής ως το μεδούλι ο και εισπηδήσας εις τα χαρακώματα του μακελάρικου, μακεδονικού μετώπου , πολύτροπος, πολύγνωμος και υψηλόφρων ο κυρ Γιάννης, και σε όλα τα είδη του λόγου ευτρυφείσας. Αυτός, λοιπόν, ο Σκαρίμπας, λίγο πριν "αποδημήσει εις Κύριον" - (την 21 Ιανουαρίου 1984) πλήρης ημερών (ενενηκοντούτης ήδη) - δήλωνε εμφαντικά : "Εγώ..., δεν μετάλαβα για να καλοπιάσω το Θεό, μη και με ρίξει στο κολαστήρι του ... Εγώ, να το ξέρετε, το Θεό δεν τον φοβάμαι, γιατ' είναι φίλος μου. Τόσην ώρα συνομιλώ μαζί του, μ' ακούει και τον ακούω .... Τα πάμε μια χαρά ..."
"..Εκεί, προς τις γραμμές του νότιου απείρου περήφανο ως λικνίζονταν το πλοίο με δυο γλαρά φουγάρα και ονείρου φώτα χρυσά - η κυρία μ' ένα βιβλίο στο χέρι, έστεκε και θεωρούσε πέρα μακριά, τα χάη…"]